- ἀζήτητα
- ἀζήτητοςneut nom/voc/acc plἀζητητοςunexaminedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αζήτητα εμπορεύματα — Τα εμπορεύματα που παραμένουν στα διάφορα τελωνεία, χωρίς να εμφανίζεται κανένας για να τα παραλάβει. Εάν τα εμπορεύματα αυτά δεν ζητηθούν μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, τότε εκπλειστηριάζονται. Το ποσό που εισπράττεται από τον… … Dictionary of Greek
несъказанъ — (1*) пр. Не поддающийся пониманию, разумению. Несъказано средн. в роли с.: Амбаку(м) п҃рркъ видѧше многы блазнѧщасѧ о промыслѣ б҃жии. како презри(т) неч(с)твы˫а. и нероди(т) о обидливы(х) и неправедны(х). б҃ь˫амъ судба(м) касаетсѧ. и всѣми… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αζήτητος — η, ο αυτός που δε ζητιέται: Στις αποθήκες του τελωνείου υπάρχουν πολλές φορές αζήτητα εμπορεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)